- χαλικόχωμα
- το, -ατοςτο μείγμα χώματος και χαλικιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλικόχωμα — το, Ν μίγμα από χώμα και χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + χώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek